- αδόντιαστος, -η
- -ο αυτός που δεν απόχτησε ακόμη δόντια: Το μωρό ήταν ακόμη αδόντιαστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδόντιαστος — η, ο [δοντιάζω] 1. αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη δόντια (για νήπια και νεογνά ζώων) 2. αυτός στον οποίο δεν μπορούν να εισχωρήσουν τα δόντια, σκληρός … Dictionary of Greek